- εξαϋλώνω
- εξαΰλωσα, εξαϋλώθηκα, εξαϋλωμένος, μτβ., κάνω κάποιο σώμα άυλο, το απαλλάσσω από την υλική του υπόσταση, εξιδανικεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαϋλώνω — και εξαϋλώ, όω 1. καθιστώ κάποιον άυλο 2. εξιδανικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άυλος. Η λ. εξαϋλώ μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
εξαϋλίζω — εξαϋλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άυλος + κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται στον Απόστολο Μακράκη] … Dictionary of Greek
αϋλοποιώ — ( έω) εξαϋλώνω κάτι, το καθιστώ άυλο … Dictionary of Greek
εξαΰλωση — Φαινόμενο, κατά το οποίο ένα σωμάτιο, όταν συναντήσει το αντίστοιχο αντισωμάτιό του, εξουδετερώνει το αντίθετο ηλεκτρικό φορτίο αυτού, εξαφανίζεται μαζί του, και η ισοδύναμη προς τη μάζα του ζεύγους ενέργεια ελευθερώνεται με τη μορφή ακτίνων… … Dictionary of Greek
εξαϋλωτικός — ή, ό [εξαϋλώνω] αυτός που έχει τη δύναμη να εξαϋλώνει … Dictionary of Greek
διακτινίζω — διακτίνισα, διακτινίστηκα, διακτινισμένος, εξαϋλώνω κάτι ή κάποιον μέσω ακτινοβολίας για να τον μεταφέρω σε άλλο τόπο. Ουσ. διακτίνιση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξιδανικεύω — εξιδανίκευσα, εξιδανικεύτηκα, εξιδανικευμένος, μτβ., κάνω κάτι ιδανικό από πραγματικό, δίνω σε κάτι το χαρακτήρα του ιδεώδους, εξαϋλώνω: Έχει εξιδανικεύσει την αγαπημένη του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)